τεμπελόσκυλο

τεμπελόσκυλο
το
1. σκύλος τεμπέλης.
2. άνθρωπος πολύ οκνηρός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεμπελόσκυλο — το, Ν μτφ. (με υβριστική σημ.) μεγάλος τεμπέλης, τεμπέλαρος …   Dictionary of Greek

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • κοπρομηχανή — η (για πρόσ.) αυτός που δεν εργάζεται, παρά μόνο παράγει κόπρανα, κοπρίτης, τεμπελόσκυλο …   Dictionary of Greek

  • κοπροποιός — κοπροποιός, όν (Α) 1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα 2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κοπρόσκυλο — το 1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό σκυλο, τεμπελό σκυλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”